πίτυς

πίτυς
-ος, η, ΝΜΑ
1. είδος πεύκου γνωστό και ως κουκουναριά ή στοφιλιά ή ήμερο πεύκο, ψηλό δέντρο που από νεαρή ηλικία παίρνει χαρακτηριστικό σχήμα ομπρέλας, που τό διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα
2. φρ. «χαλέπειος πίτυς» — είδος δέντρου εξαιρετικά ξηροφυτικού και θερμόβιου, κατάλληλου για ασβεστολιθικά εδάφη που δεν συγκρατούν υγρασία και για τόπους με παρατεταμένο ξηρό καλοκαίρι, αλλ. χαλέπειος πεύκη
αρχ.
παροιμ. φρ. «τρόπον πίτυος ἐκτρίβειν» — καταστρέφω κάποιον εντελώς, ολοσχερώς, τόν εξολοθρεύω, όπως και η πίτυς, που αν κοπεί έστω και μία φορά δεν φύεται ξανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πίτυς θα μπορούσε να συνδεθεί με κάποιους τ., αβέβαιης επίσης ετυμολ., όπως τα: λατ. pinus «πίτυς» (πρβλ. αγγλ. pine, γαλλ. pin) αλβαν. pishe «πεύκη, πίτυς, πυρσός», αρχ. ινδ. pĩtu - dāru-, pũtudru-, ονομασίες ενός δένδρου, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν σημαντικές μορφολογικές διαφορές μεταξύ τους. Εξάλλου, ούτε η σύνδεση τής λ. πίτυς με τα πίνω και πίων θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πίτυς — Πίτῡς , Πίτυς pine masc acc pl Πίτυς pine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίτυς — πίτῡς , πίτυς pine fem acc pl πίτυς pine fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πιτύεσσι — Πίτυς pine masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύεσσι — πίτυς pine fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πιτύοιν — Πίτυς pine masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύοιν — πίτυς pine fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πιτύων — Πίτυς pine masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύων — πίτυς pine fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίτυ — Πίτυς pine masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίτυ — πίτυς pine fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”